Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



άστεΐζεται, νὰ


Ερμηνεία:

[γ΄προς. ενικού οριστικής του ρ. αστεΐζομαι (αστειεύομαι)][< Πλούταρχος, αστεΐζομαι  (μιλάω έξυπνα) < Πλάτων, αστείος ( ο αστός, ο κάτοικος πόλεως),  εκλεπτισμένος,  έξυπνος]



Ετυμολογία:

[< Πλούταρχος, αστεΐζομαι (μιλάω έξυπνα) < Πλάτων, αστείος ( ο αστός, ο κάτοικος πόλεως), εκλεπτισμένος, έξυπνος]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... Εἷς νεαρὸς μοναχός, ἀγαπῶν ν᾿ ἀστεΐζεται, γενομένου ποτὲ λόγου περὶ  ...[Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: